Αλλως ομιλούμεν, άλλως γράφομεν
Posted in 0 σχόλια
Tου Παντελη Μπουκαλα
δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 17.2.2008
Κάθε φορά που η μηχανή της επικαιρότητας φέρνει στο κέντρο της δημόσιας προσοχής ένα επάγγελμα, μια ειδικότητα, έναν γνωστικό κλάδο, ένα πεδίο τέλος πάντων που ώς τότε έμενε κάπως στο περιθώριο και στην ησυχία του, ο «κοινός λόγος», όπως «εκπροσωπείται» από τους δημοσιογράφους, σπεύδει να αντλήσει λήμματα από την ιδιόλεκτο που χρησιμοποιούν τα μέλη του ενός ή του άλλου μικρόκοσμου, επαγγελματικού, επιστημονικού ή οποιουδήποτε άλλου χαρακτήρα. Υιοθετούνται λοιπόν σκόρπιες, φανταχτερές λέξεις, λέγονται και γράφονται κατά κόρον, ακόμα κι αν δεν ελέγχεται πλήρως το νόημά τους, και απολαμβάνουν έτσι μια «μεσοβασιλεία» το πολύ ενός μηνός, αφού κάτι άλλο καινούργιο θα εμφανιστεί για να μας εντυπωσιάσει και να μας εξωθήσει στη μίμηση και στο κορφολόγημα. Και συχνά μένει τόσο έκθετη στο στόμα των νέων, ανεξοικείωτων χρηστών τους η αλήθεια των κατεπειγόντως υιοθετούμενων όρων, μένει τόσο αλειτούργητη η αυθεντική σημασία τους, ώστε να έρχεται στη μνήμη το ανέκδοτο εκείνο με τον αστυνομικό που, καταγράφοντας στην πρόχειρη αναφορά του το τροχαίο, πάει να σημειώσει «ευρέθησαν τρεις τραυματίες στον χάνδακα και είς επί του οδοστρώματος», δεν είναι όμως απολύτως σίγουρος πώς γράφεται αυτό το καταραμένο το οδόστρωμα, οπότε ρίχνει και τον τέταρτο στο χαντάκι και ανακουφισμένος στρογγυλεύει τα πράγματα: «Ευρέθησαν τέσσερις στον χάνδακα».
Με την ίδια λογική που οι αστυνομικοί ή οι κάθε είδους και στολής γραφειοκράτες περνούν ένα λούστρο ψευτοκαθαρεύουσας και στις απλούστερες και δημοτικότερες καταθέσεις και μαρτυρίες των πολιτών, προσπαθούν και οι ρήτορες των καναλιών να επισημοποιήσουν τα λεγόμενά τους, να τους προσδώσουν κύρος, εμπλουτίζοντάς τα με κομμάτια και θρύψαλα της μιας ή της άλλης «κλειστής» ορολογίας. Με τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες, επί παραδείγματι, επιβάλλεται αυτόματα το ρήμα «επιχειρούν», με υποκείμενό του τις πυροσβεστικές δυνάμεις· σε άλλα συμφραζόμενα, πολύ δύσκολα θα ακουστεί το στερεοτυπικό «επιχειρούν», ακόμα κι αν είναι το καταλληλότερο. Όταν γυρνάει πλευρό ο Εγκέλαδος και μας ταρακουνάει, οι απόφοιτοι της μεγάλης του ρεπορτάζ σχολής κατακεραυνώνουν τους εκπαιδευμένους σεισμολόγους, ρωτώντας τους με ιεροεξεταστική επιθετικότητα αν ο σεισμός ήταν εγκατακρημνισιγενής ή τεκτονικός. Με την ίδια επιθετικότητα, όταν η δημοσιότητα τρέφεται με νόσους «αναγνωρισίμων», οι παντογνώστες μας μιλούνε το ιδίωμα του εντατικολόγου, του ηπατολόγου, του νευροχειρουργού. Επί θανάτου ιερωμένων, οβελίζουμε άρον άρον τα οικεία μας «πέθανε», «αείμνηστος», «νεκρώσιμη ακολουθία», κ.λπ. και σφηνώνουμε στις φράσεις μας (για να τους δώσουμε τάχα ιερατικό τόνο ή απλώς για να εντυπωσιάσουμε) τα «εκοιμήθη», «μακαριστός», «εξόδιος ακολουθία» κ.λπ. Και επειδή στη διαρκώς σκανδαλιζομένη ελληνική πολιτεία η μόνη επιστήμη που απολαύει διαρκούς δημοσιότητας είναι η δικαστική, θραύσματα της νομικής «διαλέκτου» σπανίως λείπουν από τη δημόσια γλώσσα· εκείνο το «ανωμοτί», ας πούμε, γραμμένο μάλιστα με ποικίλους τρόπους στα σουπεράκια της μικρής οθόνης, ανταγωνίζεται εσχάτως σε τηλεοπτικές εμφανίσεις το «απονενοημένο», το οποίο, από βιασύνη ή για άλλους δυσερμήνευτους λόγους, το αποκόψαμε από το μάλλον απαραίτητο ταίρι του, το «διάβημα», και το υψώσαμε σε ουσιαστικό.
Δεν είναι, βέβαια, καινούργιο φαινόμενο το χτένισμα ή το φτιασίδωμα της γλώσσας για να φαίνεται λογιότερη, επισημότερη ή «θεσμικότερη»· κάποιοι της νεοκαθαρεύουσας, λόγου χάρη, εξακολουθούν να πιστεύουν ότι το «εκφρασθεί» εκφράζει βαρύτερα νοήματα από το «εκφραστεί» (στη φαινομενικά αντίπερα όχθη βρίσκονται όσοι είναι απολύτως βέβαιοι ότι για να μιλήσουν «σαν τον λαό» πρέπει να γράψουν «ολούθε» ακόμα και όταν θέλουν να πουν «παντού» και όχι «από παντού»). Και δεν είναι καινοφανής η αντικατάσταση μιας λέξης από κάποια άλλη, που μπορεί να είναι συνώνυμη, ωστόσο ορισμένοι δείχνουν να πρεσβεύουν πως έχει μεγαλύτερο ιδεολογικό βάρος και υπερτερεί ποιοτικά. Και μιας και ο λόγος περί του «εκοιμήθη» λίγο παραπάνω, το οποίο, ως παρηγορητικότερο ή χριστιανικώς ορθότερο, αντικαθιστά το «πέθανε» (αποκλειστικά επί ιερωμένων όμως), ας ακούσουμε διά στόματος Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (από τον πέμπτο τόμο των Απάντων του στην κριτική έκδοση του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου και συγκεκριμένα από το κείμενο «Γλώσσα και κοινωνία», πρωτοδημοσιευμένο στην εφημερίδα «Αλήθεια» το 1907), πως το «(α)πέθανε» είχε υποστεί ήδη την ήττα του διά της αντικαταστάσεώς του από το βαρύτερο, υποτίθεται, «απεβίωσε».Γράφει, λοιπόν, ο Παπαδιαμάντης:
«“Τον τραυματίαν μετέφερον εις τον Σταθμόν, όπου έλαβε τας πρώτας βοηθείας· μεθ’ ο, απεβίωσε...”. Το ανωτέρω είναι υπόδειγμα σχεδόν πρότυπον, λίαν παραστατικόν περί του πώς γράφεται η ελληνική γλώσσα την σήμερον εις τον Αθηναϊκόν τύπον. Συνίσταται από ένα βαρβαρισμόν εις την αρχήν, από ένα ξενισμόν εις το μέσον, και από ένα αστείον παραλογισμόν μετ’ ακυρολεξίας περί το τέλος. Αορίστους όπως το μετέφερον (ανήγγειλον, διένειμον κ.τ.λ.) μεταχειρίζονται καθημερινώς εις διαφόρους εφημερίδας πολλοί ρεπόρτερς. Αλλά διατί δεν προτιμώσι τα ορθά, ανήγγειλαν, διένειμαν; Απλούστατα, διότι αυτά τους φαίνονται κοινά και σχεδόν χυδαία, φαντάζονται ότι το ελληνικόν πρέπει να λήγη τουλάχιστον εις ον, όπως εις τους παρατατικούς, ούτω και εις τους αορίστους. Θα ειπήτε δεν επέρασαν από τη β΄ τάξιν του Σχολείου; Βεβαίως, αυτό είναι η λέξις.[...]
»Λοιπόν ο παθών, αφού έλαβε τας πρώτας αυτάς βοηθείας, απεβίωσε. Το ρήμα επεκράτησεν επί αιώνα ήδη. Θα ήτον πλέον εντροπή να γράφη τις, απέθανε. Το περίεργον είναι ότι μία και η αυτή πρόθεσις, η από, φαίνεται να έχη την ιδιότητα, εις δύο εναντιώτατα ρήματα, το βιούν και το θνήσκειν, προστιθεμένη, να παράγη δύο συνώνυμα, το, απεβίωσε, και, απέθανε· και πάλιν η ιδία η από εις το αποζή τις να σημαίνη το μετά δυσκολίας ζη, εις δε το απεβίωσε, το έπαυσε να ζη. Η δεσπόζουσα μανία εις την χρήσιν και την επικράτησιν του απεβίωσε είναι εκείνη ην ατελώς υπηνίχθημεν ανωτέρω· η μανία τού περιφρονείν τα κοινά και πεπατημένα, και νομίζειν αυτά όχι ελληνικά. Τα ελληνικά, κατά την αντίληψιν των πολλών, εσήμαινεν άρρητα θέματα, λεξίδια όχι συνήθη εις τον κοινόν λόγον. Αλλά με την λογικήν και την μέθοδον αυτήν κατήντησε να γίνη όλη σχεδόν η γλώσσα νόθον και κίβδηλον κατασκεύασμα, άκομψον, και κακόζηλον· τεχνητόν και κατά συνθήκην».
Για να ενισχύσει τα λεγόμενά του, ο Παπαδιαμάντης θυμάται και ιστορεί ένα επεισόδιο της παιδικής του ηλικίας, όταν «μία γραία γειτόνισσα» του υπαγόρευσε ένα γράμμα προς τον σύζυγο της εγγονής της, για να τον πληροφορήσει ότι «το Αργυρώ είναι γκαστρωμένη». Εγραψε ό,τι ακριβώς άκουσε ο μικρός Αλέξανδρος, όταν όμως διάβασε το τελειωμένο γράμμα στη γραία, εκείνη του «έκαμε παρατήρησιν» και του ζήτησε να μη γράψει «γκαστρωμένη» αλλά «παραβαρεμένη» (που σημαίνει έγκυος, σύμφωνα και με το γλωσσάρι του επιμελητή). «Το μάθημα υπήρξε λίαν διδακτικόν» καταλήγει ο Παπαδιαμάντης. «Καίτοι αγράμματη, η γραία μ’ εδίδαξεν ότι εις την ελληνικήν γλώσσαν, άλλως νοούμεν, άλλως ομιλούμεν και άλλως γράφομεν. Ισως το ενδόμυχον ελατήριον της αρχαϊκής γραίας ήτο μία λεπτοφυεστάτη ανάγκη ευφημισμού. Αλλ’ ιδού ότι ο ευφημισμός εκείνος επεκτείνεται και εις όλην την γλώσσαν, και καταντά, όπως ο χωρικός συστέλλεται να είπη “η γυναίκα μου”, και λέγει “η νοικοκυρά μου, η φαμίλια μου” (το οποίον είναι επαινετόν άλλως), ούτω και οι γράφοντες να μη θέλουν να γράψουν λ.χ. απέθανε, αλλά απεβίωσε». Παλιά μας τέχνη κόσκινο.
Διαβάστε περισσότερα....
δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 17.2.2008
Κάθε φορά που η μηχανή της επικαιρότητας φέρνει στο κέντρο της δημόσιας προσοχής ένα επάγγελμα, μια ειδικότητα, έναν γνωστικό κλάδο, ένα πεδίο τέλος πάντων που ώς τότε έμενε κάπως στο περιθώριο και στην ησυχία του, ο «κοινός λόγος», όπως «εκπροσωπείται» από τους δημοσιογράφους, σπεύδει να αντλήσει λήμματα από την ιδιόλεκτο που χρησιμοποιούν τα μέλη του ενός ή του άλλου μικρόκοσμου, επαγγελματικού, επιστημονικού ή οποιουδήποτε άλλου χαρακτήρα. Υιοθετούνται λοιπόν σκόρπιες, φανταχτερές λέξεις, λέγονται και γράφονται κατά κόρον, ακόμα κι αν δεν ελέγχεται πλήρως το νόημά τους, και απολαμβάνουν έτσι μια «μεσοβασιλεία» το πολύ ενός μηνός, αφού κάτι άλλο καινούργιο θα εμφανιστεί για να μας εντυπωσιάσει και να μας εξωθήσει στη μίμηση και στο κορφολόγημα. Και συχνά μένει τόσο έκθετη στο στόμα των νέων, ανεξοικείωτων χρηστών τους η αλήθεια των κατεπειγόντως υιοθετούμενων όρων, μένει τόσο αλειτούργητη η αυθεντική σημασία τους, ώστε να έρχεται στη μνήμη το ανέκδοτο εκείνο με τον αστυνομικό που, καταγράφοντας στην πρόχειρη αναφορά του το τροχαίο, πάει να σημειώσει «ευρέθησαν τρεις τραυματίες στον χάνδακα και είς επί του οδοστρώματος», δεν είναι όμως απολύτως σίγουρος πώς γράφεται αυτό το καταραμένο το οδόστρωμα, οπότε ρίχνει και τον τέταρτο στο χαντάκι και ανακουφισμένος στρογγυλεύει τα πράγματα: «Ευρέθησαν τέσσερις στον χάνδακα».
Με την ίδια λογική που οι αστυνομικοί ή οι κάθε είδους και στολής γραφειοκράτες περνούν ένα λούστρο ψευτοκαθαρεύουσας και στις απλούστερες και δημοτικότερες καταθέσεις και μαρτυρίες των πολιτών, προσπαθούν και οι ρήτορες των καναλιών να επισημοποιήσουν τα λεγόμενά τους, να τους προσδώσουν κύρος, εμπλουτίζοντάς τα με κομμάτια και θρύψαλα της μιας ή της άλλης «κλειστής» ορολογίας. Με τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες, επί παραδείγματι, επιβάλλεται αυτόματα το ρήμα «επιχειρούν», με υποκείμενό του τις πυροσβεστικές δυνάμεις· σε άλλα συμφραζόμενα, πολύ δύσκολα θα ακουστεί το στερεοτυπικό «επιχειρούν», ακόμα κι αν είναι το καταλληλότερο. Όταν γυρνάει πλευρό ο Εγκέλαδος και μας ταρακουνάει, οι απόφοιτοι της μεγάλης του ρεπορτάζ σχολής κατακεραυνώνουν τους εκπαιδευμένους σεισμολόγους, ρωτώντας τους με ιεροεξεταστική επιθετικότητα αν ο σεισμός ήταν εγκατακρημνισιγενής ή τεκτονικός. Με την ίδια επιθετικότητα, όταν η δημοσιότητα τρέφεται με νόσους «αναγνωρισίμων», οι παντογνώστες μας μιλούνε το ιδίωμα του εντατικολόγου, του ηπατολόγου, του νευροχειρουργού. Επί θανάτου ιερωμένων, οβελίζουμε άρον άρον τα οικεία μας «πέθανε», «αείμνηστος», «νεκρώσιμη ακολουθία», κ.λπ. και σφηνώνουμε στις φράσεις μας (για να τους δώσουμε τάχα ιερατικό τόνο ή απλώς για να εντυπωσιάσουμε) τα «εκοιμήθη», «μακαριστός», «εξόδιος ακολουθία» κ.λπ. Και επειδή στη διαρκώς σκανδαλιζομένη ελληνική πολιτεία η μόνη επιστήμη που απολαύει διαρκούς δημοσιότητας είναι η δικαστική, θραύσματα της νομικής «διαλέκτου» σπανίως λείπουν από τη δημόσια γλώσσα· εκείνο το «ανωμοτί», ας πούμε, γραμμένο μάλιστα με ποικίλους τρόπους στα σουπεράκια της μικρής οθόνης, ανταγωνίζεται εσχάτως σε τηλεοπτικές εμφανίσεις το «απονενοημένο», το οποίο, από βιασύνη ή για άλλους δυσερμήνευτους λόγους, το αποκόψαμε από το μάλλον απαραίτητο ταίρι του, το «διάβημα», και το υψώσαμε σε ουσιαστικό.
Δεν είναι, βέβαια, καινούργιο φαινόμενο το χτένισμα ή το φτιασίδωμα της γλώσσας για να φαίνεται λογιότερη, επισημότερη ή «θεσμικότερη»· κάποιοι της νεοκαθαρεύουσας, λόγου χάρη, εξακολουθούν να πιστεύουν ότι το «εκφρασθεί» εκφράζει βαρύτερα νοήματα από το «εκφραστεί» (στη φαινομενικά αντίπερα όχθη βρίσκονται όσοι είναι απολύτως βέβαιοι ότι για να μιλήσουν «σαν τον λαό» πρέπει να γράψουν «ολούθε» ακόμα και όταν θέλουν να πουν «παντού» και όχι «από παντού»). Και δεν είναι καινοφανής η αντικατάσταση μιας λέξης από κάποια άλλη, που μπορεί να είναι συνώνυμη, ωστόσο ορισμένοι δείχνουν να πρεσβεύουν πως έχει μεγαλύτερο ιδεολογικό βάρος και υπερτερεί ποιοτικά. Και μιας και ο λόγος περί του «εκοιμήθη» λίγο παραπάνω, το οποίο, ως παρηγορητικότερο ή χριστιανικώς ορθότερο, αντικαθιστά το «πέθανε» (αποκλειστικά επί ιερωμένων όμως), ας ακούσουμε διά στόματος Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (από τον πέμπτο τόμο των Απάντων του στην κριτική έκδοση του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου και συγκεκριμένα από το κείμενο «Γλώσσα και κοινωνία», πρωτοδημοσιευμένο στην εφημερίδα «Αλήθεια» το 1907), πως το «(α)πέθανε» είχε υποστεί ήδη την ήττα του διά της αντικαταστάσεώς του από το βαρύτερο, υποτίθεται, «απεβίωσε».Γράφει, λοιπόν, ο Παπαδιαμάντης:
«“Τον τραυματίαν μετέφερον εις τον Σταθμόν, όπου έλαβε τας πρώτας βοηθείας· μεθ’ ο, απεβίωσε...”. Το ανωτέρω είναι υπόδειγμα σχεδόν πρότυπον, λίαν παραστατικόν περί του πώς γράφεται η ελληνική γλώσσα την σήμερον εις τον Αθηναϊκόν τύπον. Συνίσταται από ένα βαρβαρισμόν εις την αρχήν, από ένα ξενισμόν εις το μέσον, και από ένα αστείον παραλογισμόν μετ’ ακυρολεξίας περί το τέλος. Αορίστους όπως το μετέφερον (ανήγγειλον, διένειμον κ.τ.λ.) μεταχειρίζονται καθημερινώς εις διαφόρους εφημερίδας πολλοί ρεπόρτερς. Αλλά διατί δεν προτιμώσι τα ορθά, ανήγγειλαν, διένειμαν; Απλούστατα, διότι αυτά τους φαίνονται κοινά και σχεδόν χυδαία, φαντάζονται ότι το ελληνικόν πρέπει να λήγη τουλάχιστον εις ον, όπως εις τους παρατατικούς, ούτω και εις τους αορίστους. Θα ειπήτε δεν επέρασαν από τη β΄ τάξιν του Σχολείου; Βεβαίως, αυτό είναι η λέξις.[...]
»Λοιπόν ο παθών, αφού έλαβε τας πρώτας αυτάς βοηθείας, απεβίωσε. Το ρήμα επεκράτησεν επί αιώνα ήδη. Θα ήτον πλέον εντροπή να γράφη τις, απέθανε. Το περίεργον είναι ότι μία και η αυτή πρόθεσις, η από, φαίνεται να έχη την ιδιότητα, εις δύο εναντιώτατα ρήματα, το βιούν και το θνήσκειν, προστιθεμένη, να παράγη δύο συνώνυμα, το, απεβίωσε, και, απέθανε· και πάλιν η ιδία η από εις το αποζή τις να σημαίνη το μετά δυσκολίας ζη, εις δε το απεβίωσε, το έπαυσε να ζη. Η δεσπόζουσα μανία εις την χρήσιν και την επικράτησιν του απεβίωσε είναι εκείνη ην ατελώς υπηνίχθημεν ανωτέρω· η μανία τού περιφρονείν τα κοινά και πεπατημένα, και νομίζειν αυτά όχι ελληνικά. Τα ελληνικά, κατά την αντίληψιν των πολλών, εσήμαινεν άρρητα θέματα, λεξίδια όχι συνήθη εις τον κοινόν λόγον. Αλλά με την λογικήν και την μέθοδον αυτήν κατήντησε να γίνη όλη σχεδόν η γλώσσα νόθον και κίβδηλον κατασκεύασμα, άκομψον, και κακόζηλον· τεχνητόν και κατά συνθήκην».
Για να ενισχύσει τα λεγόμενά του, ο Παπαδιαμάντης θυμάται και ιστορεί ένα επεισόδιο της παιδικής του ηλικίας, όταν «μία γραία γειτόνισσα» του υπαγόρευσε ένα γράμμα προς τον σύζυγο της εγγονής της, για να τον πληροφορήσει ότι «το Αργυρώ είναι γκαστρωμένη». Εγραψε ό,τι ακριβώς άκουσε ο μικρός Αλέξανδρος, όταν όμως διάβασε το τελειωμένο γράμμα στη γραία, εκείνη του «έκαμε παρατήρησιν» και του ζήτησε να μη γράψει «γκαστρωμένη» αλλά «παραβαρεμένη» (που σημαίνει έγκυος, σύμφωνα και με το γλωσσάρι του επιμελητή). «Το μάθημα υπήρξε λίαν διδακτικόν» καταλήγει ο Παπαδιαμάντης. «Καίτοι αγράμματη, η γραία μ’ εδίδαξεν ότι εις την ελληνικήν γλώσσαν, άλλως νοούμεν, άλλως ομιλούμεν και άλλως γράφομεν. Ισως το ενδόμυχον ελατήριον της αρχαϊκής γραίας ήτο μία λεπτοφυεστάτη ανάγκη ευφημισμού. Αλλ’ ιδού ότι ο ευφημισμός εκείνος επεκτείνεται και εις όλην την γλώσσαν, και καταντά, όπως ο χωρικός συστέλλεται να είπη “η γυναίκα μου”, και λέγει “η νοικοκυρά μου, η φαμίλια μου” (το οποίον είναι επαινετόν άλλως), ούτω και οι γράφοντες να μη θέλουν να γράψουν λ.χ. απέθανε, αλλά απεβίωσε». Παλιά μας τέχνη κόσκινο.
Διαβάστε περισσότερα....